- ἐξαπατᾷν
- ἐξαπατάωdeceivepres inf actἐξαπατάωdeceivepres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξαπατᾶν — ἐξαπάτη deceit fem gen pl (doric aeolic) ἐξαπατάω deceive pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐξαπατάω deceive pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐξαπατάω deceive pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐξαπατᾶ̱ν , ἐξαπατάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'ξαπατᾶν — ἐξαπατᾶν , ἐξαπάτη deceit fem gen pl (doric aeolic) ἐξαπατᾶν , ἐξαπατάω deceive pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐξαπατᾶν , ἐξαπατάω deceive pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐξαπατᾶν , ἐξαπατάω deceive pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκανάρω — Ι. (ενεργ·) 1. κατηγορώ, συκοφαντώ, διαβάλλω 2. ενοχλώ, ερεθίζω, στενοχωρώ 3. προτρέπω επίμονα, εξαναγκάζω, επιβάλλω παθ. 1. πιέζομαι υπερβολικά για να πετύχω κάτι, καταβάλλω όλες τις δυνάμεις μου 2. δυσφορώ, αγανακτώ, στενοχωριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ομόφυλος — η, ο (ΑΜ ὁμόφυλος, ον) αυτός που κατάγεται από την ίδια φυλή, ομοεθνής («μόνος γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.) νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο φύλο αρχ. 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή στο ίδιο είδος («τὰς δὲ… … Dictionary of Greek
προκαθίημι — Α 1. κάθομαι εκ τών προτέρων 2. κατεβάζω ή ρίχνω κάτι κάτω προηγουμένως («προκαθίημι εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.) 3. αποστέλλω εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», Δημοσθ.) 4. μτφ. (σχετικά με πόλη) ρίχνω, εμβάλλω… … Dictionary of Greek
ρινώ — (I) άω, Α [ῥίς, ῥινός] 1. τραβώ, σέρνω κάποιον από τη μύτη 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥινᾱν ἐπὶ τοῡ ἐξαπατᾱν καταβουκολοῡντος». (II) άω, Α [ῥίνη] 1. ρινίζω 2. (σχετικά με συγγραφή) επεξεργάζομαι. (III) έω, Α [ῥίνη] ρινίζω … Dictionary of Greek